- συμβολομετρία
- η, Ν1. αστρον. τεχνική η οποία αξιοποιεί το φαινόμενο τής συμβολής τού φωτός τών αστέρων ή, γενικότερα, τών ουράνιων σωμάτων μικρής φαινομένης διαμέτρου για τη βελτίωση τής διακριτικής ικανότητας τών διοπτρών ή τών τηλεσκοπίων2. μετρολ.-φυσ. τεχνική μετρήσεων η οποία βασίζεται στο φαινόμενο τής συμβολής τού φωτός.
Dictionary of Greek. 2013.