συμβολομετρία

συμβολομετρία
η, Ν
1. αστρον. τεχνική η οποία αξιοποιεί το φαινόμενο τής συμβολής τού φωτός τών αστέρων ή, γενικότερα, τών ουράνιων σωμάτων μικρής φαινομένης διαμέτρου για τη βελτίωση τής διακριτικής ικανότητας τών διοπτρών ή τών τηλεσκοπίων
2. μετρολ.-φυσ. τεχνική μετρήσεων η οποία βασίζεται στο φαινόμενο τής συμβολής τού φωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γουίλσον, Κένεθ Γουίλσον, Ρόμπερτ Γούντροου — (Robert Woodrow Wilson, Τέξας 1936 –). Αμερικανός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Ράις και στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Καλτέκ της Καλιφόρνια, για διδακτορικό στη φυσική, χωρίς όμως να έχει ορίσει συγκεκριμένο θέμα. Η πρώτη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”